- δημογραφικός
- η , ό[ν] демографический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δημογραφικός — ή, ό I. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δημογραφία («δημογραφικές μελέτες») 2. φρ. «δημογραφικό πρόβλημα» αντιμετώπιση τών αναγκών που προκύπτουν από δυσανάλογη αύξηση ή μείωση τού πληθυσμού II. επίρρ. δημογραφικά και δημογραφικός 1. σε… … Dictionary of Greek
δημογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δημογραφία: Στις χώρες όπου δε γεννιούνται πολλά παιδιά, υπάρχει δημογραφικό πρόβλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαμηλιότητα — η 1. δημογραφικός δείκτης τών γάμων σε μια χώρα ή περιοχή 2. το ποσοστό τών ερχομένων κάθε χρόνο σε γάμο σε σχέση με τον αριθμό τών ανθρώπων που θα μπορούσαν να έλθουν σε γάμο … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek